- μεταμφιέσασθαι
- μεταμφιάζωchange the dressaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταμφιέννυμι — και μεταμφιεννύω (ΑΜ) μεταμφιέζω αρχ. μέσ. μεταμφιέννυμαι και μεταμφιεννύομαι α) ανταλλάσσω ενδύματα με κάποιον («κυνῶν μεταμφιέσασθαι βίον», Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀμφιέννυμι «ντύνομαι»] … Dictionary of Greek